αερομεταφερόμενος

αερομεταφερόμενος
-η, -ο (μτχ. τού υποθετικού αερομεταφέρομαι)
ο μεταφερόμενος διά τού αέρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”